- Στους Xaxakes έχω ιδιαίτερη αδυναμία. Από τότε που είχε βγει το Casanova τo 2000. To Ηey Mister Όμορφε (1996) το ανακάλυψα μετά. Κι ύστερα ήρθε το Valse των Ελαφιών (2009). Και λίγο μετά την κυκλοφορία του μίλησα και με τον ίδιο τον Γιάννη Νάστα για μια συνέντευξη. Κι εκεί κάπου κατάλαβα ότι πρόκειται για έναν συμπαθέστατο τύπο, που εκτός ότι έχει γράψει μερικά από τα πιο αγαπημένα μου κομμάτια, είναι και πολύ καλός συνομιλητής! Ανοιχτός άνθρωπος, πορωμένος με τη μουσική του και με τα τρία του παιδιά. Αυτό που βλέπεις (ή ακούς στην προκειμένη), αυτό παίρνεις. Δεν δείχνει κάτι άλλο και είναι κάτι άλλο.
- Μιλήσαμε και πάλι πριν από λίγες ημέρες για να μου πει δυο - τρία πράγματα για το σημερινό live στο Fuzz.
- Όπως καταλαβαίνεις όχι απλώς θα πάω, έχω προετοιμαστεί κιόλας! Xaxakes από το πρωί στο CDplayer, χορεύοντας μαζί με την σκούπα την ώρα της φασίνας. Η κορυφή του κονταριού της σκούπας χρησιμοποιείται και σαν μικρόφωνο όποτε χρειαστεί!
- Παρακάτω θα βρεις την συνέντευξη που είχε γίνει το περασμένο καλοκαίρι. Για να καταλάβεις κι εσύ τι εννοώ.
- Τα λέμε το βράδυ; Μάλλον!
XAXAKES ARE BACK!
Το
γκρουπ που έφερε τα πάνω κάτω στην ελληνική σκηνή της δεκαετίας του
’90, που ταρακούνησε τα λιμνάζοντα ύδατα της μουσικής της περιόδου,
επιστρέφει με έναν δίσκο δυναμίτη! Ο Γιάννης Νάστας, η ψυχή των
Xaxakes, δηλώνει παρών με το «Valse των ελαφιών» (Archangel) και
υπόσχεται να μην ξανακάνει άλλα δέκα χρόνια για να κυκλοφορήσει
άλμπουμ... Η αναμονή επιτέλους τελείωσε!
Πέρασαν
σχεδόν 10 χρόνια από το «Casanova», το τελευταίο άλμπουμ των Xaxakes,
και τα θρυλικά πλέον «Casanova» και «Monte Carlo» και τα «Fly», «Έτσι
απλά» και «Στα ξαφνικά» από την πρώτη τους δισκογραφική δουλειά (Hey
Mister Όμορφε) ακούγονται σήμερα πιο φρέσκα από ποτέ. H ηγετική μορφή
της μπάντας, ο Γιάννης Nάστας, πραγματική μορφή (!), δηλώνει πως πλέον
είναι εδώ για να μείνει, για να κάνει ωραίες δουλειές και μοναδικές
συναυλίες. «Eίμαι πανέτοιμος για συναυλίες. Ακόμα και τώρα βέβαια
δεν παίζω τα καλοκαίρια, γιατί δεν γουστάρω να παίζω μέσα στην ντάλα.
Θέλω να κρυώσει λίγο ο καιρός, να κάνω το μπάνιο μου, να βάλω ένα καλό
ρούχο, να βγω και να το διασκεδάσω. Από Σεπτέμβρη και μετά οι
συναυλίες. Άσε που θέλει καιρό ο κόσμος να χωνέψει το άλμπουμ. Να
περάσει λίγος καιρός, να γίνει σούσουρο, να το ακούσουν και μετά να
περάσουμε στα live και τα σπάσουμε! Το καλύτερο κομμάτι να δώσεις στο
κοινό, όταν δεν το ξέρει, δεν θα αντιδράσει».
Το νέο άλμπουμ
Tο
«Valse των ελαφιών» έχει ελάχιστες μέρες που έχει βγει στις προθήκες
των δισκοπωλείων. Mια αξιοπρόσεκτη δουλειά, δημιουργημένη με πολύ
μεράκι. «Eίχε δουλειά αυτό το άλμπουμ, μιλάμε για πολλή δουλειά.
Πόσο καιρό; Δεν ξέρω πόσο χρόνο πήρε για να γίνει. Εγώ δεν μετράω τον
χρόνο. Δεν είναι ο χρόνος. Πριν από πέντε-έξι χρόνια πήγαινα, έγραφα
μια ωραία μελωδία, μου άρεσε τόσο πολύ, μετά μου ερχόταν ένα άλλο
κομμάτι, το έγραφα κι αυτό. Πλακωνόμουν 5-6 μέρες, το έστρωνα και με
αυτόν τον τρόπο σιγά-σιγά μαζεύτηκαν τα τραγούδια. Αργότερα, σε κάποια
φάση που πιέστηκα τόσο πολύ να το κάνω το άλμπουμ, γιατί με πίεσε ο
κόσμος, με έβριζαν στον δρόμο, με κοροϊδεύαν πια, ε, “αναγκάστηκα” και
πλακώθηκα το τελευταίο εξάμηνο. Αλλά ήδη η δουλειά ήταν προχωρημένη,
ήταν σχεδόν τελειωμένη». Δεν μιλάμε για ένα εύκολο άλμπουμ. H
αλήθεια είναι πως το τρίτο CD των Xaxakes θέλει πολλές και προσεχτικές
ακροάσεις. Nα το ακούσεις, να το ξανακούσεις, να διαβάσεις τους στίχους
του κάθε κομματιού, να μπεις μέσα στο τραγούδι, να καταλάβεις τι θέλει
να σου πει ο Nάστας. «Έχει τόσες εναλλαγές αυτό το άλμπουμ, σε
ενορχηστρώσεις, σε εικόνες, σε συναισθήματα, είναι πολύ πλούσιο, που
θέλει χρόνο για να το καταλάβεις. Θέλει πολύ χρόνο. Μπορεί, ας πούμε,
να ακούσεις τώρα το “Τι ωραία που είναι στη βροχή” και να μη σου πει
τίποτα και να το ξανακούσεις τον Σεπτέμβριο - Οκτώβριο, που θα έχει
ψυχράνει ο καιρός, και μπορεί να σε στείλει κανονικά. Το “Valse των
ελαφιών” έχει βαριά κομμάτια, που θέλουν χρόνο και πολλές ακροάσεις. Μη
μου πεις όμως να ξεχωρίσω κάποιο κομμάτι. Δεν μπορώ. Τα εύκολα κομμάτια
είναι πολύ δύσκολα. Είναι δύσκολο να κάνεις hit με τον τρόπο που κάνουν
οι Xaxakes. Έχουν νύχια τα τραγούδια μας».
Στις λίγες ημέρες που κυκλοφορεί ο δίσκος, ο Γιάννης έχει ήδη λάβει τα πρώτα – θετικά – μηνύματα από το πιστό κοινό. «Είναι
πολύ καλό το feedback. Aν και το CD τώρα αρχίζει κι ανοίγει τα φτερά
του. Mιλάω όμως με πολύ και καλό κόσμο και αντιλαμβάνομαι ότι είναι
ενθουσιασμένοι με αυτό. Εγώ υπολογίζω στον πολύ δύσκολο άνθρωπο, στο
δύσκολο κοινό, που μεταξύ τους θα ψηθούν. Οι άνθρωποι που θα πάρουν το
άλμπουμ και θα το ακούσουν».
2001-2009
Δεν
είναι και λίγα τα σχεδόν δέκα χρόνια που έλειψαν από το προσκήνιο…
«Ήταν πολύ δύσκολο για μένα να συμβαδίσω με αυτόν τον τρόπο, τον ρυθμό ότι
είμαι σε γκρουπ, ότι κάνω κάτι συγκεκριμένο. Σαν άνθρωπος, είμαι πιο
ελεύθερος. Αγαπώ περισσότερο τη ζωή. Τη μουσική τη λατρεύω, μια ζωή με
αυτήν μεγάλωσα, δεν μπορώ χωρίς αυτή. Αλλά η ζωή είναι αυτή που θέλω να
ακολουθήσω πάνω από όλα. Θέλω, ας πούμε, να μην ακούσω μουσική στο
αυτοκίνητο για πέντε χρόνια. Δεν θα ακούσω, δεν έχω στερεοφωνικό στο
αυτοκίνητο, δεν μου αρέσει για μεγάλες περιόδους να ακούω μουσική. Δεν
θέλω. Είμαι λάτρης της μουσικής και μετά με πιάνει το αντίθετο. Είχα
βαρεθεί να κάνω συναυλίες – και πολύ καλές και πολύ κακές και πολύ
κατεστραμμένες, πολύ ξενύχτι. Δεν το άντεξα σε κάποια φάση. Λέω, θα
πεθάνουμε. Η παρέα μου – η μπάντα – είμαστε πιο τρελός ο ένας από τον
άλλο, οπότε βουτούσαμε μέσα σε αυτό το πράγμα και δεν είχαμε τελειωμό.
Δεν ήταν η δουλειά η κλασική, που πάει ένα γκρουπ και παίζει. Εμείς
βγαίναμε και κάναμε πάρτι μέχρι το επόμενο πρωί. Πηγαίναμε και
κερνούσαμε τον κόσμο ποτά, κάναμε κατανάλωση στο μπαρ. Για να
καταλάβεις, σε μια συναυλία είχα ξοδέψει 150.000 δρχ και σε μια άλλη
200.000 δρχ. Πήγαινα στον μπάρμαν και του έλεγα “φύγε εσύ, δεν γουστάρω
να πίνω εγώ και οι άλλοι από κάτω να ξεροσταλιάζουν, επειδή εσείς
είχατε βάλει την τιμή στο ποτό στα ύψη, λες και είμαι ο Βοσκόπουλος!
Δώσε στον κόσμο λίγο χαρά, μη βάζεις το εισιτήριο τόσο ακριβό και τον
αναγκάζεις να πάρει και το ποτό”. Δηλαδή, με την καλή του να βγει ο
άλλος, πρέπει να έχει πάνω του 200-300 ευρώ, για να πει “κάνω αυτό που
γουστάρω”. Ε, τι θα γίνει μετά; Σε εκείνο το σημείο κατάλαβα ότι έπρεπε
να ξεκουραστώ. Να πάρω λίγη ενέργεια, να γίνω, νομίζω, ακόμα πιο
ουσιαστικός σε κάποια πράγματα και να πω, “ξέρεις κάτι; Ξαναγύρισα κι
είμαι εδώ πια για να παίζω πάλι μουσική, αλλά να παίξω καλή μουσική”».
Από την πολυεθνική στην ανεξάρτητη δισκογραφική
Aπό το «Casanova» του 2000 στη Sony, στο «Valse των ελαφιών» του 2009 στην Archangel. «Η
πολυεθνική μπορεί να σου λύσει άμεσα προβλήματα, του στυλ πλήρωσέ με
για αυτή τη δουλειά, δώσε μου χρήματα. Στην Archangel πίστεψαν στο
“Valse των ελαφιών”. Aπό την αρχή όταν τους είπα η δουλειά αυτή θα
στοιχίσει τόσο, έβαλαν αμέσως λεφτά! Είναι μεγάλη κίνηση αυτό. Οι
πολυεθνικές, από την άλλη, έχουν περισσότερες άκρες, γιατί είναι πιο
υποχρεωμένα τα ραδιόφωνα σε αυτές – αλλά για ποια ραδιόφωνα μιλάμε αυτή
τη στιγμή; Πιστεύω πολύ στα παιδιά στην Archangel. Δουλεύουν άσχετα από
το κέρδος. Ξέρουν τι έχει ο δίσκος μέσα. Είναι άλλος ο τρόπος που
προσεγγίζει μια ανεξάρτητη δισκογραφική το έργο κάποιου τραγουδοποιού·
είναι ο τρόπος που θα μιλήσουν για τη δουλειά του, ο τρόπος που θα
πάρουν τηλέφωνο τον δημοσιογράφο για να του μιλήσουν για το άλμπουμ.
Δεν είναι πέντε απρόσωπα ραδιόφωνα, που θα τα πληρώσουν κάποια λεφτά,
για να παίξουν τα κομμάτια. Δεν είναι απρόσωπο. Στη Sony ήξεραν τρία
άτομα μέσα στην εταιρεία τι είχε ο δίσκος μέσα, κι αυτοί με τα χίλια
ζόρια. Οι άλλοι στο διπλανό γραφείο δεν σε ήξεραν καν. Όχι δεν ήξεραν
τη μουσική σου· δεν σε ήξεραν εσένα προσωπικά. Πολλή ψύχρα. Πήρα
απαλλακτικό από τη Sony γιατί γύρισα και τους είπα ότι θέλω να
ξεκουραστώ, θα ξανακάνω άλμπουμ μετά από 5-10 χρόνια, και στη
συγκεκριμένη εταιρεία είχαμε συμβόλαιο για αρκετά άλμπουμ μετά το
“Casanova”. Τους το είπα και πραγματικά το εννοούσα κι έτσι με άφησαν,
γιατί με ήξεραν σαν άνθρωπο. Εγώ θέλω να κάνω αυτό που μου αρέσει. Κάνω
το “Μonte Carlo” και καπάκι κάνω τον “Βασιληά”, γιατί αυτός είναι ο
Νάστας. Δεν θέλω τον χαβαλέ μόνο· θέλω να είμαι και cult. Είναι θέμα
των πολλών μου προσωπικοτήτων μέσα στη μουσική. Mου έλεγαν, “γιατί δεν
κάνεις πέντε ‘Monte Carlo’” κι έλεγα “γιατί δεν είναι οι Xaxakes αυτό”.
Δεν μπορώ τόση λάμψη συνέχεια και το κοινό να είναι μόνο τέτοιο».
Οι Xaxakes
«Είμαι
πολύ χαρούμενος τελικά για αυτό που δημιούργησα. Γιατί δεν πάτησα πάνω
σε κανέναν Έλληνα τραγουδοποιό – ήταν κάτι τελείως καινούργιο. Το
“Fly”, όταν βγήκε, το “Ξαφνικά” με την Κινέζα... Θεωρώ ότι πάντα
ήμασταν πολύ μπροστά από την εποχή. Είχα πολλά κομμάτια, πάτησα σε
μένα, δεν είχα κανένα άλλο πάτημα, ότι θα τραγουδήσω έτσι γιατί
τραγουδάει κι αυτός έτσι. Ήταν τελείως δική μου επιλογή, αλλά ήταν
ουσιαστικά επειδή μου άρεσε τόσο πολύ η αμεσότητα που δίνει η ελληνική
γλώσσα, κι ας χάνει λίγο στο στυλ του τραγουδιστή, ότι θα μπορούσα να
ψήσω το κοινό περισσότερο αν τραγουδούσα ξένο, όπως στα live που
τραγουδάω ξενόγλωσσα και είναι σούπερ. Λένε όλοι “τι ωραίοι που είναι
οι ξένοι στίχοι, τι ωραία που ακούγονται” και ξαφνικά στα κομμάτια μας
μπαίνει το ελληνικό στοιχείο και τα **μάει όλα! Στο “L’ amour”, ας
πούμε, που ξεκινάει με γαλλικά, το ακούς και λες τι ωραίο κομμάτι,
ξαφνικά ακούς τους στίχους στα ελληνικά και σε στέλνει! Λες, ωχ, τι
έγινε τώρα εδώ… Είναι πολύ ωραία και η ελληνική γλώσσα, αν τη
γουστάρεις και την αγαπήσεις».
Η επιστροφή...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου